- χρυσοσανδαλαιμοποτιχθονία
- ἡ, Α(για την Εκάτη) χθόνια θεά που φορεί χρυσά σανδάλια και πίνει αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοσάνδαλος + λαιμός + πότις, θηλ. τού πότης (< πίνω) + χθών, -ονός«χώμα, γη» + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.